ακρολόγημα

ακρολόγημα
το [ακρολογώ]
η αφαίρεση εμποδίων, ο καθαρισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακρολογώ — (Α ἀκρολογῶ, έω) συλλέγω τις κορυφές τών βλαστών, κορφολογώ νεοελλ. 1. καθαρίζω τις άκρες τού αγρού από τους θάμνους ή τα αγριόχορτα 2. αφαιρώ τα εμπόδια, καθαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρολόγος. ΠΑΡ. νεοελλ. ακρολόγημα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”